εὐθηνός — thriving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθηνοί — εὐθηνός thriving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθηνά — εὐθηνός thriving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
φκαιραίνω — Ν (διαλ. τ.) ευκαιρώ, αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκαιρώ (πρβλ. φτηνός: ευθηνός)] … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek
εὐθηνῶ — εὐθηνέω thrive pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐθηνέω thrive pres ind act 1st sg (attic epic doric) εὐθηνός thriving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθηνῶν — εὐθηνέω thrive pres part act masc nom sg (attic epic doric) εὐθηνός thriving masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)